- συνηγορεῖν
- συνηγορέωplead in courtpres inf act (attic epic doric)συνηγορέωplead in courtpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повелѣвати — ПОВЕЛѢВА|ТИ (797), Ю, ѤТЬ гл. 1.Приказывать, повелевать: правовѣрью же поборьникъ Феѡдоръ. не преста˫аше твор˫а ѡбычьны˫а… мч҃тль. понѥ же ни тьрпѣти мога. ˫ако же бѣ дьрзновѣниѥ мѹжа. повелѣваѥть съ тъщааниѥмь ѥго изгнати из вѹзанти˫а и въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συνηγορώ — συνηγορῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, έω, Α [συνήγορος] 1. μιλώ υπέρ κάποιου, τόν υποστηρίζω 2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek